διάρραμμα
Смотреть что такое "διάρραμμα" в других словарях:
διάρραμμα — το (Α διάρραμμα) συρραφή, συνένωση με ραφή … Dictionary of Greek
διαρράμματος — διάρραμμα seam neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάρραμμα — το (Α διάρραμμα) συρραφή, συνένωση με ραφή … Dictionary of Greek
διαρράμματος — διάρραμμα seam neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)